- πρεσβύτη
- πρεσβύ̱τη , πρεσβύτηςagemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρεσβύτῃ — πρεσβύ̱τῃ , πρεσβύτης age masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minuscule 343 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 343 Name Mediolani Ambrosianus H Text Gospels Date 11th century … Wikipedia
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
πρεσβυτικός — ή, ό / πρεσβυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρεσβύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» τα κακά τής πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.) αρχ. 1. απαρχαιωμένος, παλιός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πρεσβυτοπίθηκος — (presbypithecus). Γένος πιθήκων, που ονομάστηκε έτσι επειδή τα ζώα του γένους αυτού μοιάζουν με γέρους (πρεσβύτες) ανθρώπους. Είναι ζώα, χρώματος καφέ, πολύ ευκίνητα, που το τοίχωμα στην κορυφή του κεφαλιού τους σχηματίζει λοφίο. Υπάρχουν 2 είδη… … Dictionary of Greek
ψευδοπρεσβύτης — ὁ, Μ άτομο που υποκρίνεται τον πρεσβύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πρέσβυς / πρεσβύτης] … Dictionary of Greek
πρεσβυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη: Πρεσβυτική αμνησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)